πινακικαῖς

πινακικαῖς
πινακικός
of
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πινακικός — ή, όν, ΜΑ [πίναξ, ακος] αυτός που γίνεται με πίνακα ή επάνω σε πίνακα (α. «ἐν ταῑς πινακικαῑς ἐκθέσεσιν», Πτολ.) β. «πινακικὴ τῶν ἀστέρων θεωρία», Παύλ. Αλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”